- πολεμητήριον
- τὸ, Ατοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. οικη-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.